-
1 πρόειμι
A ibo) go forward, advance,κατὰ βραχὺ προϊών Th.1.64
;ὀλίγα βήματα προϊόντες X.Cyr.7.5.6
;π. τῆς ὁδοῦ X.Eph.4.3
; of the Nile Delta, προϊούσης τῆς χώρης as it advanced (by deposit from the water), Hdt.2.15.2 of Time, προϊόντος τοῦ χρόνου as time went on, Id.3.96; προϊούσης τῆς πόσιος, π. τοῦ συμποσίου, Id.6.129, X.Cyr.8.4.13:προϊούσης τῆς νυκτός Id.An.2.2.19
; π. τῆς ἡλικίας, τῆς συνουσίας, Pl.Phdr. 279a, Tht. 150d; προϊόντος τοῦ λόγου, τοῦ ᾄσματος, Id.Phdr. 238d, Prt. 339c; τοῦ προϊόντος ἔτους the current year, BGU 1126.6(i B.C.):ἡ ἐργασία κατὰ τοὺς τρεῖς χρόνους π. Hermog.Prog. 9
.3 proceed, continue, προϊὼν καὶ ἀναγιγνώσκων going on reading, Pl.Phd. 98b;πρόϊθί γε ἔτι εἰς τοὔμπροσθεν Id.Grg. 497a
, cf. Lg. 842a;ὁ λόγος προΐτω Plot.2.4.4
.4 go first, go in advance, X.Cyr.1.5.14, 2.2.6: c. gen., go before or in advance of,τῆς ἄλλης στρατιῆς Hdt.1.80
: metaph.,π. τοῦ καιροῦ X.Cyr.6.3.29
.5 go forth,θύρασι Ar.Th.69
;π. ἔξω τῆς φάλαγγος X.Lac.12.3
codd.;π. τοῦ οἴκου Hdn.1.17.4
; appear in public,ἐν ἐρεᾷ ἐσθῆτι PGnom. 182
(ii A.D.).6 π. εἴς τι pass on to, begin another thing, X.Eq.10.13;π. εἰς ἄπειρον Arist.EN 1094a20
, Ph. 209a26: hence, become,ἐξ οἰκέτου δεσπότης π. Luc.Nigr.20
.7 of an action,π. ἐπὶ τὸ λῷον
succeed,X.
Vect.6.3.------------------------------------A sum) to be before, τά τ' ἐσσόμενα πρό τ' ἐόντα things which were before, Il.1.70; οἱ προόντες γεωργοί the former cultivators, PTeb.379.12(ii A.D.); αἱ προοῦσαι τάξεις the previous positions, Ael. Tact.29.10; but, οἱ προόντες those who were there before (and still are there), Ath.9.391d;ἀνῳκοδόμησα ἐπὶ προοῦσι θεμελίοις ἀρχαίοις Sammelb.5232.19
(i A.D.); τῇ προούσῃ αὐτοῦ γυναικί his present wife, PSI1.36a5,27(i A.D.), cf. PRyl.154.4(i A.D.);τὰ προεσόμενα Plu. 2.586f
(s.v.l.); also τοῖς προοῦσι δίδωμι the aforesaid, POxy.580(ii A.D.).II προεσόμενα, = profutura, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόειμι
-
2 βραχύς
A (Thess.): [comp] Comp. βραχύτερος, βραχίων (cf. βράσσων): [comp] Sup. βραχύτατος, βράχιστος:— short,1 of Space and Time, β. οἶμος, ὁδός, Pi.P.4.248, Pl.Lg. 718e, etc.; [ αἰών] prob. in B.3.74;βίος Hdt. 7.46
;καιρός Call.Epigr.9
; , Pers. 713, etc.; μῦθος, λόγος, Id.Pr. 505, v.l. in Pers. 713; ἐν βραχεῖ ([dialect] Ion. βραχέϊ ) in a short time, Hdt.5.24, Pl.Smp. 217a codd.;διὰ βραχέος Th.2.83
; ; βραχὺ τῃδὶ μεταστῶμεν for a moment, Id.Georg.32; of distance, β. ἀπόδοσις short return in ballplay, Antiph.234.6;ἐπὶ βραχὺ ἐξικνεῖσθαι X.An.3.3.17
; πρὸ βραχέος lamb.VP25.112: [comp] Comp.,ἡ φάλαγξ -υτέρα ἐγένετο ἀναδιπλουμένη X. Cyr.7.5.5
;τάξιν -υτέραν ἢ πρόσθεν, βαθυτέραν δὲ ποιήσαντες Plb.1.33.10
;βραχύτερα τοξεύειν X.An.3.3.7
. Adv. βραχέως, [πολέμους] ἐπ' ἀλλήλους ἐπιφέρειν scantily, seldom, Th.1.141.2 of Size, short, small,μορφάν β. Pi.I.4(3).53
; βραχὺς ἐξικέσθαι θεῶν ἕδραν too puny to reach.., ib.7(6).44;β. τεῦχος S.El. 1113
, cf. 757; β. τεῖχος a low wall, Th.7.29; βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθαι my mouth is too small to.., Pi.N.10.19; κατὰ β. προϊών little by little, Th.1.64, cf. Pl. Sph. 241c; παρὰ βραχύ scarcely, hardly,φυγεῖν Alciphr.3.5
; ; ἁλὸς βραχύ a small quantity of salt, Bilabel Ὀψαρτ.p.11.3 of Number, few, ἐν βραχεῖ in few words, Pi.P.1.82, S.El. 673;ἐν βραχίστοις Pi.I.6(5).59
;ἐν βραχυτέροις Pl.Grg. 449c
; so διὰ βραχέων in few words, Id.Prt. 336a;ὡς ἂν δύνωμαι διὰ βραχυτάτων D.27.3
, Lys.16.9, cf. Pl.Grg. 449c;ὡς ἐν βραχυτάτοις Antipho 1.18
. Adv. βραχέως, ἀπολογεῖσθαι briefly, in few words, X.HG1.7.5.4 of Value or Importance, of persons, humble, insignificant, S.OC 880;τὸν μὲν ἀφ' ὑψηλῶν βραχὺν ᾤκισε E. Heracl. 613
;β. τὴν διάνοιαν J.AJ12.4.1
; of things, petty, trifling,ἀρχὴ β. ἐλπίδος S.OT 121
; ; ; β. τις ἀσάφεια a slight obscurity, Gal.18(1).304; λυπεῖν τινὰ βραχύ, opp. μέγ' εὑρεῖν κέρδος, S.El. 1304;οὐ περὶ βραχέων βουλεύεσθαι Th. 1.78
, cf. 140;β. καὶ οὐδενὸς ἄξιον Id.8.76
;β. κέρδους ἕνεκα Lys.7.17
;οὐσία Is.10.25
: neut. as Adv., βραχὺ φροντίζειν τινός think lightly of, D.17.4.5 short, of vowels or syllables, Arist.Cat. 4b34, Rh. 1409a18, Po. 1458a15, Heph.1.1, D.T.631, etc.; ἡ β. προσῳδία the sign ?βραχύςX, S.E.M.1.113. (Cf. Avest. m[schwa]r[schwa]zu- 'short', Goth. gamaurgjan 'shorten', Lat. brevis.)
См. также в других словарях:
πρόειμι — (I) Α [εἶμι] 1. προχωρώ, πορεύομαι προς τα εμπρός («κατὰ βραχὺ προϊὼν καὶ κείρων ἅμα τὴν γῆν», Θουκ.) 2. (για χρόνο) παρέρχομαι, περνώ («προϊόντος... τοῡ χρόνου», Ηρόδ.) 3. (για αναγνώστη ή ομιλητή) εξακολουθώ, συνεχίζω («προϊὼν καὶ ἀναγιγνώσκων» … Dictionary of Greek